- τερτιοκήριος
- τερτιοκήριοςtertioceriusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερτιοκήριος — ὁ, Μ (στο Βυζ.) εκκλησιαστικό αξίωμα αντίστοιχο με το αξίωμα τού πριμικηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tertiocerius < tertius «τρίτος» + cera «σφραγίδα»] … Dictionary of Greek